βαθυδίνης

βαθυδίνης
βαθυ-δίνης = βαθυδῖνήεις, epith. of rivers; Ὠκεανός, Od. 10.511.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαθυδίνης — βαθυδί̱νης , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινήεις — βαθυδινήεις, εσσα, εν και βαθυδινής, ές και βαθυδίνης, ο (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής <… …   Dictionary of Greek

  • βαθυδινήεντα — βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg βαθυδινήεις deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδινήεις deep eddying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδίνας — βαθυδί̱νᾱς , βαθυδίνης deep eddying masc acc pl βαθυδί̱νᾱς , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • βαθυδινήεις — βαθυδῑνήεις , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg βαθυδινήεις deep eddying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινήεντι — βαθυδῑνήεντι , βαθυδίνης deep eddying masc/neut dat sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινήεντος — βαθυδῑνήεντος , βαθυδίνης deep eddying masc/neut gen sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινῶν — βαθυδῑνῶν , βαθυδίνης deep eddying masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδίνεα — βαθυδί̱νεα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδίνεω — βαθυδί̱νεω̆ , βαθυδίνης deep eddying masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”